ξεχασιάρης

ξεχασιάρης
-α, -ικο [ξεχασιά]
1. αυτός που ξεχνά εύκολα, που έχει αδύνατη μνήμη
2. αφηρημένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξεχασιάρης, -α, -ικο — αυτός που ξεχνά πολύ, ο αφηρημένος: Ξεχασιάρα νοικοκυρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • List of Mr. Men — The following is a list of Mr. Men, from the children s book series by Roger Hargreaves, also adapted into the children s television programme The Mr. Men Show. Books one (Mr. Tickle) to forty three (Mr. Cheerful) were written by Hargreaves, and… …   Wikipedia

  • -ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… …   Dictionary of Greek

  • αλησμονησιάρης — ο [αλησμονησιά] αυτός που έχει την έξη να λησμονά, λησμονιάρης, ξεχασιάρης …   Dictionary of Greek

  • αμνήμων — ἀμνήμων ( ονος), ον (ΑΝ) 1. αυτός που δεν έχει μνήμη, που λησμονεί, επιλήσμων, ξεχασιάρης 2. αυτός που λησμονεί τις ευεργεσίες που έχει δεχθεί, αγνώμων, αχάριστος αρχ. 1. αυτός που έπεσε σε λήθη, ο λησμονημένος 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ… …   Dictionary of Greek

  • αμνημόνευτος — η, ο (Α ἀμνημόνευτος, ον) 1. αυτός που δεν μνημονεύεται ή δεν μνημονεύθηκε, για τον οποίο δεν έγινε λόγος, ο μη αναφερόμενος 2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν θυμηθεί νεοελλ. 1. αυτός, για τον οποίο δεν τελέστηκε μνημόσυνο ή τού οποίου δεν… …   Dictionary of Greek

  • λήσμων — λήσμων, ον (Α) επιλήσμων, ξεχασιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λᾱθ μων (< θ. λᾱθ τού λανθάνω, [πρβλ. λήθη] + επίθημα μων), πρβλ. γνώ μων, τλή μων. Το σ τού τ. αναλογικά προς τους άλλους τού λανθάνω με σ (πρβλ. λήστις)] …   Dictionary of Greek

  • λησμονητής — ο, θηλ. λησμονήτρα [λησμονώ] αυτός που λησμόνησε κάτι, επιλήσμων, λησμονιάρης, ξεχασιάρης …   Dictionary of Greek

  • λησμονιάρης — α, ικο [λησμονιά] αυτός που λησμονεί, επιλήσμων, ξεχασιάρης …   Dictionary of Greek

  • επιλήσμονας — ο που έχει ασθενική τη μνήμη, που λησμονεί εύκολα, λησμονιάρης, ξεχασιάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”